- θερμονατρίτης
- ο(ορυκτ.) ένυδρο ανθρακικό ορυκτό τού νατρίου, το οποίο απαντά κοντά σε αλμυρές λίμνες ως προϊόν εξάτμισης ή σε άνυδρο έδαφος κατά την εξάνθηση αλάτων.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. thermonatrite < thermo- (πρβλ. θερμ[ο]-*) + natr-ite (< natr- < ελλ. νίτρ-ον μέσω του αραβ. natr-ūn) + -ite (πρβλ. -ίτης)].
Dictionary of Greek. 2013.